- ἀτρόφῳ
- ἄτροφοςill-fedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατροφώ — ατροφώ, ατρόφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατροφώ — (AM ἀτροφῶ, έω) [άτροφος] δεν τρέφομαι, υποφέρω από ατροφία αρχ. πεινώ, υποφέρω από έλλειψη φαγητού … Dictionary of Greek
συνατροφώ — έω, Α [ἀτροφῶ] (για μέλος τού σώματος) γίνομαι ατροφικός και εγώ ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek